καταβρέχομαι

καταβρέχομαι
καταβρέχω
drench
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταβρέχομαι — 1 καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 32 2 καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113 Σημειώσεις: καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής. Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθύομαι — (Α) (επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕομαι «βρέχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταιονούμαι — καταιονοῡμαι, έομαι (Α) καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον άω / ῶ, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε έομαι / οῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] …   Dictionary of Greek

  • παπί — το 1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι 2. φρ. «γίνομαι παπί» καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *παππ ίον υποκορ. τού πάππος* «είδος πουλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”